πολώνω

πολώνω
πόλωσα, πολώθηκα, πολωμένος, προκαλώ πόλωση σε φωτεινή ακτίνα ή σε ηλεκτρικό στοιχείο: Ο συσσωρευτής είναι πολωμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολώνω — πολώνω, πόλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολώνω — Ν [πόλος] προκαλώ πόλωση, επιφέρω πόλωση …   Dictionary of Greek

  • πολωτής — ο, Ν [πολώνω] φυσ. διάταξη που χρησιμεύει για τη λήψη πολωμένου φωτός …   Dictionary of Greek

  • πολωτικός — ή, ό, Ν [πολώνω] 1. αυτός που προκαλεί πόλωση 2. φρ. α) «πολωτικό μικροσκόπιο» φυσ. μικροσκόπιο εφοδιασμένο με πολωτή, που επιτρέπει την πραγματοποίηση παρατηρήσεων σε πολωμένο φως β) «πολωτικό φίλτρο» φίλτρο από διαφανές πολωτικό υλικό που… …   Dictionary of Greek

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”